πολυπήμων

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπήμων Medium diacritics: πολυπήμων Low diacritics: πολυπήμων Capitals: ΠΟΛΥΠΗΜΩΝ
Transliteration A: polypḗmōn Transliteration B: polypēmōn Transliteration C: polypimon Beta Code: poluph/mwn

English (LSJ)

πολυπήμον, gen. ονος,
A causing manifold woe, baneful, h.Cer.230, h.Merc.37; π. νόσοι diseases manifold, Pi.P.3.46; λώβη, ἄτη, A.R.4.1044, Opp.C.2.287: hence pr. n. Πολυπημονίδης, ου, ὁ, son of Polypemon, with a play on πολυπήμων, Od.24.305.
II Pass., much-suffering, Man.1.85,4.49.

German (Pape)

[Seite 668] ον, sehr schädlich; H. h. Cer. 230 Merc. 37; νόσοι, Pind. P. 3, 46; sp. D., wie Man. 1, 85.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cause de grands maux;
2 qui souffre beaucoup.
Étymologie: πολύς, πῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπήμων -ον, gen. -ονος [πολύς, πῆμα] zeer schadelijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυπήμων: 2, gen. ονος причиняющий множество страданий, вредоносный (ἐπηλυσίη HH; πολυπήμονες ἀνθρώποισι νόσοι Pind.).

English (Slater)

πολῠπήμων painful πολυπήμονας νόσους (P. 3.46)

Greek Monolingual

-ύπημον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. πολύπαθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο-πήμων, βαρυ-πήμων.

Greek Monotonic

πολῠπήμων: -ον (πῆμα), αυτός που προκαλεί πολλαπλή δυστυχία, επιβλαβής, σε Ομηρ. Ύμν.· πολυπήμονες νόσοι, ασθένειες, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπήμων: -ον, ὁ πολλὴν βλάβην προξενῶν, ὀλέθριος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 230, εἰς Ἑρμ. 37 π. νόσοι, πολυειδεῖς νόσοι, Πινδ. Π. 3. 81. ― Πολυπημονίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Πολυπήμονος μετ’ ἀναφορᾶς εἰς τὸ ἐπίθετον πολυπήμων, Ὀδ. Ω. 305. ΙΙ. παθητ., ὁ πολλὰ πάσχων, Μανέθων 1. 85., 4. 49.

Middle Liddell

πολῠ-πήμων, ον, πῆμα
causing manifold woe, baneful, Hhymn.; π. νόσοι diseases manifold, Pind.