ἀγρευτής

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρευτής Medium diacritics: ἀγρευτής Low diacritics: αγρευτής Capitals: ΑΓΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: agreutḗs Transliteration B: agreutēs Transliteration C: agreftis Beta Code: a)greuth/s

English (LSJ)

ἀγρευτοῦ, ὁ,
A hunter, epithet of Apollo as slayer of Python, S.OC1091(lyr.), PFlor.297.19 (vi A.D.): metaph., of sleep, ἀ. πτηνοῦ φάσματος AP12.125 (Mel.).
II Adj., κύνες ἀ. hounds, Sol.23; ἀ. κάλαμοι a fowler's trap of reeds, AP7.171 (Mnasalc.), cf. 6.109 (Antip.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Morfología: [ac. dór. ἀγρευτάν S.OC 1091]
1 cazador epít. de Apolo, S.OC 1091
subst. cazador Call.Epigr.31.1, κοινότης τῶν ἀγρευτῶν SB 6704.4 (VI d.C.)
fig. del sueño ἀ. πτηνοῦ φάσματος AP 12.125 (Mel.).
2 que sirve para cazar, de caza κύνες Sol.13, de artilugios para cazar aves κάλαμοι AP 7.171 (Mnasalc.), πετηνῶν ἀγρευτὰν ἰξῷ μυδαλέον δόνακα AP 6.109 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 22] ὁ, dasselbe, Apollo, bei Soph. O. C. 1093; öfter in Anthol.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: ἀγρεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρευτής: II οῦ ὁ Soph. = ἀγρεύς.
III οῦ adj. m охотничий, ловецкий (δόναξ, κάλαμοι Anth.).
ῆρος ὁ Theocr. = ἀγρεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρευτής: -οῦ, ὁ, = κυνηγός, ὡς τὸ ἀγρεύς, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς καταβαλόντος τὸν Πύθωνα, Σοφ. Ο. Κ. 1091 (λυρ.). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἀγρ. κύνες, κυνηγετικοὶ κ., Σόλων 23, 2· ἀγρ. κάλαμοι, ἡ ἐκ καλάμων παγὶς τοῦ θηρευτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 171, πρβλ. 6. 109.

Greek Monotonic

ἀγρευτής: -οῦ, ὁ,
I. = κυνηγός, όπως το ἀγρεύς, σε Σοφ.
II. ως επίθ., ἀγρευταὶ κύνες, κυνηγετικά σκυλιά, σε Σόλωνα· ἀγρευταὶ κάλαμοι, παγίδα κυνηγιού από καλάμια, σε Ανθ.

Middle Liddell


I. a hunter, like ἀγρεύς, Soph.
II. as adj., ἀγρ. κύνες hounds, Solon; ἀγρ. κάλαμοι a trap of reeds, Anth.