παλίρροος

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροος Medium diacritics: παλίρροος Low diacritics: παλίρροος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: palírroos Transliteration B: palirroos Transliteration C: palirroos Beta Code: pali/rroos

English (LSJ)

παλίρροον, contr. παλίρρους, παλίρρουν,
A back-flowing, refluent, κλύδων E.IT1397; ebbing and flowing, metaph., of the breath, ἀήρ Opp.H.2.398; ἄσθμα Tryph.76.
II metaph., recurring, returning upon one's head, πότμος E.HF739(lyr.), cf. El.1155(lyr.).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui reflue.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.

German (Pape)

zusammengezogen παλίρους, zurückflutend; ἐς γῆν δ' ἔμπαλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῦν, Eur. I.T. 1397; hin-und zurückfließend, vom stürmisch bewegten Meere, auch von Ebbe und Flut, auch vom Atem, Opp. Hal. 2.398; übertragen, θεῶν παλ. πότμος, Eur. Herc.Fur. 739; δίκα, 1157.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροος: стяж. πᾰλίρρους 2
1 текущий назад, обратный (κλύδων Eur.);
2 неуклонно возвращающийся, неминуемый (θεῶν πότμος, δίκη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροος: -ον, συνῃρ. παλίρρους, παλίρρουν, ὁ ῥέων πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀναρρέων, κλύδων Εὐρ. Ι. Τ. 1397· ὡσαύτως ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, πότμος, δίκη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.

Greek Monotonic

παλίρροος: -ον, συνηρ. παλίρρους, παλίρρουν·
I. αυτός που ρέει προς τα πίσω, παλιρροϊκός, σε Ευρ.
II. μεταφ., παλίνδρομος, αυτός που επιστρέφει στην αρχή, στο ξεκίνημα, στον ίδ.