ἀκερδής

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκερδής Medium diacritics: ἀκερδής Low diacritics: ακερδής Capitals: ΑΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: akerdḗs Transliteration B: akerdēs Transliteration C: akerdis Beta Code: a)kerdh/s

English (LSJ)

ἀκερδές,
A bringing no gain, unprofitable, χάρις S.OC1484, cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, AP9.649 (Maced.). Adv. ἀκερδῶς = without profit, Arist.Pol.1309a13, Plu.2.27d.
II not greedy of gain, φιλοτιμία Id.Arist.1. Adv. ἀκερδῶς Id.2.483e.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no reporta provecho, desinteresado χάρις S.OC 1484, μόχθος AP 9.649 (Macedon.), cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.Arist.1.
2 adv. -ῶς sin provecho, desinteresadamente ἄρχειν Arist.Pol.1309a13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες IG 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui est le contraire d'un profit, funeste;
2 qui ne recherche pas le profit, désintéressé.
Étymologie: , κέρδος.

German (Pape)

ές (κέρδος), gewinnlos, schädlich, χάρις Soph. O.C. 1481 (Schol. ἧς φαῦλον τὸ κέρδος); Plat. verb. es mit ἀνωφελής und ἀλυσιτελής. Crat. 417d; unbelohnt, Dion.Hal. 6.9; uneigennützig, φιλοτιμία Plut. Arist. 1.
• Adv. ἀκερδῶς, umsonst, Plut. aud. poet. 7.

Russian (Dvoretsky)

ἀκερδής:
1 невыгодный, убыточный, причиняющий вред (χάρις Soph.; ἀλυσιτελὴς καὶ ἀ. Plat.);
2 бескорыстный (φιλοτιμία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκερδής: -ές, ὁ ἄνευ κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων κέρδος, Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἄνευ κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν ἄπληστος κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκερδής)
αυτός που δεν φέρνει κέρδος
«ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d)
αρχ.
1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1)
2. ἀκερδῶς επίρρ.
χωρίς κέρδος, δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κερδής < κέρδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέρδεια.

Greek Monotonic

ἀκερδής: -ές (κέρδος),
I. αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, που φέρνει χάσιμο, επιζήμιος, σε Σοφ. Πλάτ.
II. αυτός που δεν είναι άπληστος για κέρδος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κέρδος
I. without gain, bringing loss, Soph., Plat.
II. not greedy of gain, Plut.