ἐπισημειόομαι
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A = ἐπισημαίνομαι, distinguish, observe, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον S.E.M.5.68; κρότῳ by applause, Plu.2.235c(nisi leg.-σημην-).
2. observe, remark, ὅτι.. Asp.in EN139.6, cf.Anon.Lond.21.21.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
marquer son approbation, approuver, acc..
Étymologie: ἐπί, σημειόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισημειόομαι: Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, διακρίνω, παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· ἐγκρίνω, ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος, ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ ἔθος, Πλούτ. 235C.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισημειόομαι:
1 отмечать, различать (τὸ ἀνίσχον, sc. σημεῖον Sext.);
2 выражать одобрение, одобрять (κρότῳ τι Plut.).