οἰκείωμα

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείωμα Medium diacritics: οἰκείωμα Low diacritics: οικείωμα Capitals: ΟΙΚΕΙΩΜΑ
Transliteration A: oikeíōma Transliteration B: oikeiōma Transliteration C: oikeioma Beta Code: oi)kei/wma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural,
A private or family affairs, Metrod.Fr.59.
2 affinity, πρός τι Str.6.2.3.
3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.

German (Pape)

[Seite 299] τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rapport de parenté ou d'amitié;
2 p. ext. rapport naturel, rapport de conformité.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωμα: τό, συγγένεια, σχέσις, πρός τι Στράβ. 269. 2) ἰδιορρυθμία, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητορ. 7. 5.

Greek Monolingual

οἰκείωμα, τὸ (Α) οικειώ
1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)
2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία
3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα
οικογενειακή υπόθεση.

Greek Monotonic

οἰκείωμα: -ατος, τό, συγγένεια, φιλική σχέση, σε Στράβ.

Middle Liddell

οἰκείωμα, ατος, τό,
kindred, relationship, Strab.