ἐπακόλουθος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἐπακόλουθον, following, τὸ ἐ. τῆς ἐπαγγελίας Aristid.Rh.2p.522S.: Comp., PMag.Par.1.1536. Adv. ἐπακολούθως = agreeably to, τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ Antip. ap.Stob.4.22.103, cf. PMasp.97 ii 68 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 896] folgend, angemessen, Sp.; – adv., ἑαυτῶν τρόπῳ Antip. Stob. fl. 70, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκόλουθος: -ον, ἀκολουθῶν ἔκ τινος, ἐπαγγειλάμενος γὰρ οὐκ εἶπε τὸ ἐπακόλουθον τῆς ἐπαγγελίας Ἀριστείδ. 2. 498. Ἐπίρρ. -θως, συμφώνως πρός, ἑαυτῶν τρόπῳ Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπακόλουθος, -ον) επακολουθώ
αυτός που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο
νεοελλ.
(το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα επακόλουθα
αποτελέσματα, επιγεννήματα, συνέπειες
μσν.
φρ. «ἐπακόλουθος τῆς συγκλήτου» — συγκλητικός, μέλος της συγκλήτου.
επίρρ...
ἐπακολούθως
σύμφωνα με κάτι («ἐπακολούθως τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ»).