ἁδρομερής

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρομερής Medium diacritics: ἁδρομερής Low diacritics: αδρομερής Capitals: ΑΔΡΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: hadromerḗs Transliteration B: hadromerēs Transliteration C: adromeris Beta Code: a(dromerh/s

English (LSJ)

ἁδρομερές, of coarse, large grains, opp. λεπτομερής, D.S.5.26, Gal.8.336 (Sup.); coarse, of wine, Dsc.5.6: Comp. ἁδρομερέστεροι, ὄγκοι Ph.1.493. Adv. ἁδρομερῶς = wholesale, summarily, Herasap.Gal.13.1045.

Spanish (DGE)

-ές
I 1espeso, denso τῶν ψηφίδων ἁ. κονιορτός D.S.5.26, de bebidas y alimentos ἁδρομερέστερα καὶ σκληρότερα Gal.8.336, ὄγκοι ἁδρομερέστεροι masas de mayor volumen Ph.1.493, fig. ἁδρομερῆ τῆς ἐθικῆς εἴδη Eudor.Acad. en Stob.3.7.2.
2 esp. del vino grueso, agrio Dsc.5.6, fig. ἁ. διὰ τῆς ἀκοῆς λόγος una palabra como vino agrio para los oídos Nil. en Procop.Gaz.M.87.1641D.
II adv. ἁδρομερῶς
1 de manera densa κόψας τὰ ὀφείλοντα κοπῆναι ἁ. Gal.13.1045.
2 resumidamente, en suma Chrys.M.60.17.

German (Pape)

[Seite 37] ές, aus festen Theilen bestehend (Gegensatz λεπτομερής) Plut. def. orac. 32; D. Sic. 5, 26; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρομερής: -ές, ὁ ἐξ ἁδρῶν, μεγάλων μερῶν συνιστάμενος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ λεπτομερής, Διόδ. 5.26: - τραχύς, αὐστηρός, ἐπὶ οἴνου, αὐτ. 10. -Ἐπίρρ. -ῶς, Γαλην.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρομερής: состоящий из густо расположенных частей, т. е. густой (τῶν ψηφίδων κονιορτός Diod.; ἁ. καὶ πολυσώματος Plut.).

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀποτελεῖται ἀπό μεγάλα μέρη). Ἀπό τό ἁδρός (=ὀγκώδης) + μέρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἁδροῦμαι.