δικασπολία

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκασπολία Medium diacritics: δικασπολία Low diacritics: δικασπολία Capitals: ΔΙΚΑΣΠΟΛΙΑ
Transliteration A: dikaspolía Transliteration B: dikaspolia Transliteration C: dikaspolia Beta Code: dikaspoli/a

English (LSJ)

ἡ,
A judgement, Hymn.Is.36, Man.2.261, Coluth.12, AP11.376 (Agath.): pl., IG14.1363, Inscr.Magn.202.2.
II office of a judge, Orph.A. 381, Q.S.5.172.

Spanish (DGE)

(δῐκασπολία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Q.S.5.172, Man.2.261, Colluth.12
1 juicio ὄφρα δορυκτήτοισι δικασπολίην ὀπάσωμεν Q.S.l.c., δικασπολίῃσι μέλοντα JRCil.2.49.5 (II d.C.), cf. Q.S.5.176, IUrb.Rom.1149.2 (IV d.C.), Man.l.c., Colluth.l.c., AP 5.274 (Paul.Sil.), 7.334, 11.376 (Agath.), IM 202.2 (IV/V d.C.).
2 justicia ἅδε δικασπολίᾳ ῥώμαν πόρον Hymn.Is.36 (Andros), ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται Orph.A.381, cf. AP 9.705, TAM 3(1).103 (Termeso, imper.), IEphesos 1305.A (V d.C.), ὑπὸ Χαλδαίοισι δικασπολίαισιν ἁλώσας de Cristo, Orác. en Lact.Inst.4.13.11.
3 función de juez Lyd.Mag.3.37.

German (Pape)

[Seite 628] ἡ, das Richten, Rechtsprechen; πᾶσι δικασπολίας ἀναφαίνειν Orph. Arg. 379; Agath. 67 (XI, 376); Coluth. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκασπολία: ἡ, δίκη, κρίσις, Ὀρφ. Ἀργ. 379, Κόλουθ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6203· ἐν τῷ πληθ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 647.2

Greek Monolingual

δικασπολία, η (Α) δικασπόλος
1. δικαστική απόφαση
2. κρίση, δίκη
3. το επάγγελμα του δικαστή.