πεπασμός

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπασμός Medium diacritics: πεπασμός Low diacritics: πεπασμός Capitals: ΠΕΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: pepasmós Transliteration B: pepasmos Transliteration C: pepasmos Beta Code: pepasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A = πέπανσις: in Medic., concoction of sputum or urine, Hp.Epid.1.2, 3.10 (pl.); πεπασμοὶ σπέρματος Aret.CD1.4.
2 suppuration, Hp.Epid.3.4.

German (Pape)

[Seite 559] ὁ, = πέπανσις, Galen.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 c. πέπανσις;
2 suppuration.
Étymologie: πεπαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπασμός: ὁ, = πέπανσις˙ παρ’ Ἰατρ. ἡ τῶν χυμῶν πέψις, Λατ. concoctio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ, 940, πρβλ. 1086˙ - ὡσαύτως ἐμπύησις, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Γʹ, 1083.

Greek Monolingual

ὁ, Α πεπαίνω
1. πέπανσις
2. ιατρ. α) (για το φλέγμα ή για τα ούρα) μείωση της δριμύτητας, μαλάκωμα
β) εμπύηση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπασμός -οῦ, ὁ [πεπαίνω] geneesk., rijping, kloddervorming (van speeksel, urine of etter).