χρυσοπήληξ

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπήληξ Medium diacritics: χρυσοπήληξ Low diacritics: χρυσοπήληξ Capitals: ΧΡΥΣΟΠΗΛΗΞ
Transliteration A: chrysopḗlēx Transliteration B: chrysopēlēx Transliteration C: chrysopiliks Beta Code: xrusoph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ, with helmet of gold, with golden helmet, of Ares, A.Th.106(lyr.); χρυσοπήληξ στάχυς σπαρτῶν = crop of Sown-men with golden helmets, of the Sparti at Thebes, E.Ph.939.

German (Pape)

[Seite 1381] ηκος, mit goldenem Helme; Aesch. Spt. 102; χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν Eur. Phoen. 946.

French (Bailly abrégé)

ήληκος (ὁ, ἡ)
au casque d'or.
Étymologie: χρυσός, πήληξ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοπήληξ: ηκος adj. в золотом шлеме (Ἄρης Aesch.; στάχυς Σπαρτῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικεφαλαίαν χρυσῆν, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Αἰσχύλ. Θήβ. 106· γῆν, ἥ ποθ’ ὑμῖν χρυσοπήληκα στάχυν σπαρτῶν ἀνῆκεν ἀνδρῶν, ἐπὶ τῶν ἐν Θήβαις Σπαρτῶν, Εὐρ. Φοίν. 939.

Greek Monolingual

και χρυσεοπήληξ, -ηκος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χρυσή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + πήληξ «περικεφαλαία» (πρβλ. εὐπήληξ)].

Greek Monotonic

χρῡσοπήληξ: -ηκος, -ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσή περικεφαλαία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσο-πήληξ, ηκος,
with helm of gold, Aesch., Eur.