λευκόλοφος
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
λευκόλοφον,
A white-crested, Anacr.82, Ar.Ra.1016, Philet.4.
II τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον prob. on this white hill, AP 7.636 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 34] mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à aigrette blanche.
Étymologie: λευκός, λόφος.
Russian (Dvoretsky)
λευκόλοφος: украшенный белым гребнем или султаном (τρυφάλεια Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκόλοφος: -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ λόφιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.
Greek Monolingual
λευκόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λευκόλοφος
ο λευκός λόφος.
Greek Monotonic
λευκόλοφος: ον, αυτός που έχει λευκό λόφο ή λοφίο, σε Αριστοφ.· ως ουσ., λευκό-λοφον, τό, άσπρος λόφος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λευκό-λοφος, ον
white-crested, Ar.:—as substantive λευκόλοφον, τό, a white hill, Anth.