ἐρωτηματικός

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτηματικός Medium diacritics: ἐρωτηματικός Low diacritics: ερωτηματικός Capitals: ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: erōtēmatikós Transliteration B: erōtēmatikos Transliteration C: erotimatikos Beta Code: e)rwthmatiko/s

English (LSJ)

ἐρωτηματική, ἐρωτηματικόν, interrogative, ὄνομα D.T.636.11; χρεῖαι Hermog. Prog.3. Adv. ἐρωτηματικῶς = interrogatively, in interrogative form, TheoProg.4, Sch.Ar.Nu.1225, etc.

German (Pape)

[Seite 1041] zur Frage gehörig, fragweise, λόγος, eine Frage in grammatischer Beziehung, Schol. Ar. Av. 417 u. öfter. Auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
interrogatif ; t. de gramm. τὸ ὄνομα ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.
Étymologie: ἐρώτημα.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτημᾰτικός: грам. вопросительный (ὄνομα).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτηματικός: -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρωτηματικός, -ή, -όν) ερώτημα
1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)
2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό βλέμμα»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ερωτηματικό
το σημείο στίξης [;] που μπαίνει στο τέλος της πρότασης η οποία εκφράζει ερώτηση
2. α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική λύση («όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό»)
β) για πρόσωπα τών οποίων ο εσωτερικός κόσμος είναι τόσο μυστηριώδης ώστε δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ερωτηματικό»).

Translations

interrogative

Arabic: اِسْتِفْهَامِيّ‎; Belarusian: пытальны, запытальны; Bulgarian: въпросителен; Catalan: interrogatiu; Czech: tázací; Dutch: vragend; Finnish: interrogatiivinen; French: interrogatif; Galician: interrogativo; German: Frage-, interrogativ, fragend; Greek: ερωτηματικός; Ancient Greek: ἐρωτηματικός, πυσματικός; Hungarian: kérdő; Italian: interrogativo; Latin: interrogativus; Maori: tūpātai, kupu pātai; Old English: āxiġendlīċ; Polish: pytający; Portuguese: interrogativo; Russian: вопросительный; Spanish: interrogativo; Tagalog: patanong; Ukrainian: питальний, запитальний; Vietnamese: nghi vấn