ἀγεληδόν
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
Adv. (ἀγέλη) in herds, in groups, in a group, en masse, in companies, Il.16.160, Hdt.2.93, AP9.24 (Leon.), etc.:—also ἀγεληδά, ἀγελαδόν Arat.965,1079.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv.
1 ref. a anim. en manada λύκοι Il.16.160, βόες Theoc.16.92, ἰχθύες peces en bancos Hdt.2.93, δελφῖνες A.R.4.934, θύννοι Plb.34.2.14
•de pájaros en bandada πέλειαι A.R.1.1050, πετόμενον Zen.2.47, κόρακες ἀ. Gp.1.2.6.
2 ref. a pers. en conjunto ὑπνοπόλους δ' ἀ. ἀπημάλδυνεν Ὅμηρος AP 9.24 (Leon.)
•en tropel ἑζόμενοι δ' ἀ. ἐπ' εὐκύκλοιο τραπέζης Nonn.D.24.224
•en grupo de mujeres Phys.A 114.6.
3 ref. a cosas de golpe, en masa ἐξακούεται τὰ πράγματα κομπωδέστερα ἀ. οὕτως τῶν ὀνομάτων ἐπισυντιθεμένων Longin.23.4.
German (Pape)
[Seite 12] dasselbe, Hom. Il. 16, 160 von Wölfen (ἅπαξ εἰρημ.); Her. 2, 93 von Fischen; ἀγελαδόν Theocr. 16, 92 von Ochsen; Sp. von Menschen.
French (Bailly abrégé)
adv.
en troupe, en foule.
Étymologie: ἀγέλη, -δον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγεληδόν: Ἐπίρρ. (ἀγέλη) κατὰ ἀγέλας ἢ ὁμάδας, Ἰλ. Π. 160, Ἡρόδ. 2, 93. 2, κτλ.
English (Autenrieth)
in herds, Il. 16.160†.
Greek Monotonic
ἀγεληδόν: επίρρ. (ἀγέλη), κοπαδιαστά ή κατά ομάδες, αγέλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· Δωρ. ἀγελᾱδόν, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἀγέλη
in herds or companies, Il., Hdt.:— doric ἀγελᾱδόν, Theocr.