διειδής
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
διειδές, (διεῖδον) transparent, clear, Thphr. CP 6.19.2, Ael.NA 4.30, Philostr.Ep.33; ποταμοί Max. Tyr.36.1: Sup., Luc.Bacch.6.
Spanish (DGE)
-ές
1 transparente, claro del agua, Pythag.Ep.2.3, Thphr.CP 6.19.2 (cód.), Luc.Bacch.6, Aesop.26, cf. Q.S.10.144, ποταμοί Max.Tyr.36.1, ἤλεκτρον Q.S.5.625, ἔλαιον Ael.NA 4.30, cf. Hsch.
•subst. τὸ διειδές = transparencia, limpidez (ὑελοῦ ἐκπωμάτων) Philostr.Ep.33
•fino sup. χάρται Lyd.Mag.3.14, λίνοι Lyd.Mag.3.64
•translúcido de la materia anímica Corp.Herm.Fr.23.14
•fig. puro, limpio del ojo, Chrys.M.58.791, τὸ διειδὲς νᾶμα τοῦ βίου Basil.M.31.561B.
2 fig. inteligible de las palabras, Clem.Al.Strom.6.15.116, ἡ διειδεστάτη φωνή la voz más clara dicho del apóstol Pablo, Gr.Nyss.M.46.1152A.
German (Pape)
[Seite 617] ές, durchsichtig, hell, ὕδωρ, Theophr. u. Luc. Bacch. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
transparent, limpide.
Étymologie: *διείδω.
Russian (Dvoretsky)
διειδής: прозрачный (ὕδωρ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διειδής: -ές, (διεῖδον) διαφανής, διαυγής, καθαρός, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 2.
Greek Monolingual
διειδής, -ές (AM)
διαφανής, καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -ειδής < είδος].