παραπρεσβεία
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἡ, faithless or dishonest embassy, D.21.5; περὶ τῆς π., title of speeches by D. and Aeschin.; παραπρεσβείας κατακριθέντες Phld.Rh.2.224 S.
German (Pape)
[Seite 495] ἡ, eine untreu verwaltete, wider die Absicht und den Befehl des Staates geführte Gesandtschaft, Dem. or. 19 u. Aesch. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ambassade malhabile ou malhonnête.
Étymologie: παρά, πρεσβεία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπρεσβεία -ας, ἡ [παραπρεσβεύω] corrupt gezantschap.
Russian (Dvoretsky)
παραπρεσβεία: ἡ недобросовестно выполненная миссия, негодное выполнение посольских обязанностей Dem., Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραπρεσβεία: ἡ, ἡ παρὰ τὴν θέλησιν τῆς πόλεως γενομένη πρεσβεία, παράνομος καὶ δολία πρεσβεία, Δημ. 515. 27. Ἔχομεν αὐτοῦ τὸν λόγον περὶ παραπρεσβείας (Falsa Legatio) τοῦ Αἰσχίνου καὶ τὴν ἀπάντησιν τούτου.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παραπρεσβεύω
παράνομη και δόλια πρεσβεία, πρεσβεία που γίνεται κατά παράβαση τών εντολών της πολιτείας και με αντεθνικούς σκοπούς («παρανόμων ἤ παραπρεσβείας... ἔμελλον αὐτοῦ κατηγορεῖν», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. «παραπρεσβείας γραφή»
(αττ. δίκ.) μήνυση που μπορούσε να υποβληθεί από κάθε Αθηναίο πολίτη εναντίον πρέσβεως της πατρίδας του, για πλημμελή διαγωγή, αμέλεια καθήκοντος, κακή διαχείριση ή ιδιοποίηση του δημόσιου χρήματος κατά την διάρκεια της αποστολής του.
Greek Monotonic
παραπρεσβεία: ἡ, δόλια αποστολή πρεσβείας, σε Δημ.