ἐπιλάζυμαι
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
hold tight, stop, ἐ. στόμα, i.e. to be silent, E.Andr. 250.—Poet. word for ἐπιλαμβάνω.
German (Pape)
[Seite 955] (s. λάζυμαι), angreifen, -halten, Eur. Andr. 249.
French (Bailly abrégé)
mettre la main sur, comprimer.
Étymologie: ἐπί, λάζυμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλάζῠμαι: сдерживать, зажимать (σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλάζυμαι: Ἀποθ., κρατῶ, κλείω, ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα Εὐρ. Ἀνδρ. 250. - Μόνον ποιητ., πρβλ. ἐν λ. λάζομαι.
Greek Monolingual
ἐπιλάζυμαι (Α)
κλείνω στερεά, κρατώ κλειστό («ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάζυμαι «αρπάζω, πιάνω γερά»].
Greek Monotonic
ἐπιλάζυμαι: αποθ., κρατώ σφιχτά, κλείνω, σε Ευρ.