συγκραματικός
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
συγκραματική, συγκραματικόν, mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.
German (Pape)
[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.