σκληροκάρδιος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
σκληροκάρδιον, hard-hearted, stubborn, LXX Pr.17.20, Ez.3.7.
German (Pape)
[Seite 900] hartherzig, hartes Sinnes, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκάρδιος: -ον, ὁ σκληρὸς τὴν καρδίαν, ἰσχυρογνώμων, ἄσπλαγχνος, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΖ΄, 20, Ἰεζεκ. Γ΄, 7).
Greek Monolingual
-α, -ο / σκληροκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς», ΠΔ)
αρχ.
πεισματάρης, ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. -ιος].