πανάργυρος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
πανάργυρον, all-silver, κρητήρ Od.9.203, 24.275, Antim.15, cf. S.Fr.378.3.
German (Pape)
[Seite 457] ganz von Silber; κρητήρ, Od. 9, 203. 24, 275; ἔκπωμα, Soph. frg. 68.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout en argent.
Étymologie: πᾶν, ἄργυρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανάργυρος -ον [πᾶς, ἄργυρος] geheel zilveren.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάργῠρος: весь из серебра (κρητήρ Hom.; ἔκπωμα Soph.).
English (Autenrieth)
all of silver, solid silver, Od. 9.203 and Od. 24.275.
Greek Monolingual
πανάργυρος, -ον (Α)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από άργυρο («κρητῆρα πανάργυρον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄργυρος].
Greek Monotonic
πᾰνάργῠρος: -ον, όλος ασημένιος, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάργῠρος: -ον, ἅπας ἐξ ἀργύρου, κρητὴρ Ὀδ. Ι. 203, Ω. 275, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 68.
Middle Liddell
πᾰν-άργῠρος, ον,
all-silver, Od.