Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκόρπαινα

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόρπαινα Medium diacritics: σκόρπαινα Low diacritics: σκόρπαινα Capitals: ΣΚΟΡΠΑΙΝΑ
Transliteration A: skórpaina Transliteration B: skorpaina Transliteration C: skorpaina Beta Code: sko/rpaina

English (LSJ)

ἡ, a kind of fish, Ath.7.320f; fem. of σκορπίος ΙΙ, acc. to Eust.1129.24.

German (Pape)

[Seite 904] ἡ, ein Fisch, von σκορπιός unterschieden, Ath. VII, 320 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκόρπαινα: ἡ, εἶδος ἰχθύος, «σκορπιδομάννα», Ἀθήν. 320F· θηλ. τοῦ σκορπίος, κατὰ τὸν Εὐστ. 1129. 24, ἴδε Λοβεκ. Παθ. 279.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας σκορπαινίδες της τάξης σκορπιονοειδείς, στο οποίο ανήκουν η σκορπίνα, ο σκορπιός κ.ά. ψάρια
αρχ.
είδος ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επίθημα -αινα (πρβλ. σκίαινα)].