σκόρπαινα
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, a kind of fish, Ath.7.320f; fem. of σκορπίος ΙΙ, acc. to Eust.1129.24.
German (Pape)
[Seite 904] ἡ, ein Fisch, von σκορπιός unterschieden, Ath. VII, 320 e.
Greek (Liddell-Scott)
σκόρπαινα: ἡ, εἶδος ἰχθύος, «σκορπιδομάννα», Ἀθήν. 320F· θηλ. τοῦ σκορπίος, κατὰ τὸν Εὐστ. 1129. 24, ἴδε Λοβεκ. Παθ. 279.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας σκορπαινίδες της τάξης σκορπιονοειδείς, στο οποίο ανήκουν η σκορπίνα, ο σκορπιός κ.ά. ψάρια
αρχ.
είδος ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επίθημα -αινα (πρβλ. σκίαινα)].