πτωσκάζω

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωσκάζω Medium diacritics: πτωσκάζω Low diacritics: πτωσκάζω Capitals: ΠΤΩΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ptōskázō Transliteration B: ptōskazō Transliteration C: ptoskazo Beta Code: ptwska/zw

English (LSJ)

poet. for πτώσσω, crouch or cower for fear, Il. 4.372.

German (Pape)

[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v.l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
c. πτώσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.

Russian (Dvoretsky)

πτωσκάζω: (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.

Greek Monolingual

και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].

Greek Monotonic

πτωσκάζω: ποιητ. αντί πτώσσω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.

Middle Liddell

πτωσκάζω, [poetic for πτώσσω, Il.]