ἀσέληνος

From LSJ
Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσέληνος Medium diacritics: ἀσέληνος Low diacritics: ασέληνος Capitals: ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: asélēnos Transliteration B: aselēnos Transliteration C: aselinos Beta Code: a)se/lhnos

English (LSJ)

ἀσέληνον, moonless, νύξ Th.3.22, cf. Plb.7.16.3, App.BC5.114.

Spanish (DGE)

-ον
sin luna νύξ Th.3.22, Aen.Tact.18.13, Plb.7.16.3, D.S.11.61, App.BC 5.114, D.C.40.25.4, Polyaen.6.27.1, Iambl.Fr.12, Anacreont.33.12, Tz.Comm.Ar.1.120.3, τόποι Nic.Fr.Hist.6.

German (Pape)

[Seite 369] νύξ, mondlos, finster, Anacr. 31, 12: Thuc. 3, 22; Pol. 7, 16, 3; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lune.
Étymologie: , σελήνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀσέληνος: безлунный (νύξ Anacr., Thuc., Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσέληνος: -ον, ὁ ἄνευ σελήνης, νὺξ Θουκ. 3. 22, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).

Greek Monotonic

ἀσέληνος: -ον (σελήνη), αυτός που δεν έχει φεγγάρι, ασέληνος, νύξ, σε Θουκ.

Middle Liddell

σελήνη
moonless, νύξ Thuc.