νεφελωτός
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
νεφελωτή, νεφελωτόν, clouded: made of clouds, Luc.VH1.19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de nuages.
Étymologie: νεφέλη.
Russian (Dvoretsky)
νεφελωτός: сделанный из облака, облачный (τεῖχος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
νεφελωτός: -ή, -όν, πλήρης νεφελῶν, ἐκ νεφελῶν πεποιημένος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 19.
Greek Monolingual
νεφελωτός, -ή, -όν (Α)
γεμάτος με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + κατάλ. -ωτός, μέσω αμάρτ. αρχ. νεφελώ].
Greek Monotonic
νεφελωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το νεφελόω = σχηματίζω σύννεφα), συννεφιασμένος, γεμάτος σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.
Middle Liddell
νεφελωτός, ή, όν [as if from νεφελόω to form clouds]
clouded, made of clouds, Luc.