ὁμοδρομία
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ἡ, running together, meeting, Luc.Astr.22.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Zusammenlaufen, -treffen, Luc. astrol. 22.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
course simultanée, particul. conjonction de deux astres.
Étymologie: ὁμόδρομος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοδρομία: ἡ досл. совместное движение, схождение, перен. сочетание (Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἄρεος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοδρομία: ἡ, τὸ τρέχειν ὁμοῦ, ἡ συνάντησις, Λουκ. Ἀστρολογ. 22.
Greek Monolingual
ὁμοδρομία, ἡ (Α) ομόδρομος
(για ουράνια σώματα) κοινή τροχιά.
Greek Monotonic
ὁμοδρομία: ἡ, το να τρέχει κανείς από κοινού, συναπάντημα, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὁμοδρομία, ἡ,
a running together, meeting, Luc. [from ὁμόδρομος