πτεροφυΐα
From LSJ
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
English (LSJ)
ἡ, growing feathers, Hierocl.in CA26p.479M.
German (Pape)
[Seite 809] ἡ, das Federn od. Flügel Bekommen, Hierocles.
Greek (Liddell-Scott)
πτεροφυΐα: ἡ, τὸ φύτρωμα τῶν πτερῶν, Ἱεροκλ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πτεροφυής
η έκφυση φτερών, ο σχηματισμός φτερώματος.