μεσημβρίζω
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
= μεσημβριάζω I, Str.15.1.21, J.AJ7.2.1.
German (Pape)
[Seite 137] = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσθλη ἠελίοιο.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβρίζω: μεσημβριάζω, Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.
Greek Monolingual
μεσημβρίζω (Α)
βλ. μεσημβριάζω.
Greek Monotonic
μεσημβρίζω: = μεσημβριάζω, σε Στράβ.
Middle Liddell
μεσημβρίζω, = μεσημβριάζω, Strab.]