σκυτοτομία
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἡ, shoemaking, Id.R.397e.
German (Pape)
[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτοτομία: ἡ сапожное ремесло Plat.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.
Greek Monolingual
ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).
Greek Monotonic
σκῡτοτομία: ἡ, κατασκευή υποδημάτων, δερματίνων ειδών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
σκῡτοτομία, ἡ, [from σκῡτοτόμος]
shoemaking, Plat.