θηρευτικός
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
English (LSJ)
θηρευτική, θηρευτικόν,
A of of for hunting, κύνες θ. hounds, Ar.Pl.157, X.Lac.6.3; βίος θ. the life of hunters, Arist.Pol.1256b2: ἡ θηρευτική (sc. τέχνη) hunting, the chase, Pl.Plt. 289a, cf. Sph.223b.
2 c. gen., hunting after, τῆς τροφῆς Arist.HA488a19: metaph., θ. τέχνη ἀνθρώπων Pl.Euthd.290b.
German (Pape)
[Seite 1209] = θηρατικός, z. B. κύνες Ar. Pl. 157; Plat. Rep. V, 459 a; ἡ θ., die Jagdkunst, Polit. 289 a, wie τὸ θηρευτικόν Soph. 221 b; vgl. Euthyd. 290 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.
Étymologie: θηρευτός.
Russian (Dvoretsky)
θηρευτικός:
1 охотничий (κύνες Arph., Xen., Plut.; βίος Arst.);
2 охотящийся, занимающийся охотой (ζῷον Arst.);
3 пригодный для исследования (τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θηρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θήραν, κύνες θ. Ἀριστοφ. Πλ. 157, Ξεν. Λακ. 6, 3· βίος θ., ὁ βίος τῶν κυνηγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· - ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Πολιτ. 289Α· μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 290Β. 2) μετὰ γεν., καὶ τὰ μὲν (τῶν ζῴων) θηρευτικά, τὰ δὲ θησαυριστικὰ τῆς τροφῆς ἐστι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 27.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θηρευτικός, -ή, -όν) θηρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη)
η θήρα, το κυνήγι
3. φρ. «θηρευτικός βίος» — η ζωή τών κυνηγών
4. μτφ. φρ. «θηρευτικὴ τέχνη ἀνθρώπων» — η τέχνη του να προσοικειώνεσαι, να προσελκύεις ανθρώπους, Πλάτ.).
επίρρ...
θηρευτικῶς (Α)
με τρόπο θηρευτικό, κυνηγετικό, προσελκυστικό.
Greek Monotonic
θηρευτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για κυνήγι· κύνεςθηρευτικοί, κυνηγόσκυλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· βίος θηρευτικός, η ζωή των κυνηγών, σε Αριστ.
Middle Liddell
θηρευτικός, ή, όν
of or for hunting, κύνες θ. hounds, Ar., Xen.; βίος θ. the life of hunters, Arist. [from θηρεύω