ὑποδεξίη

From LSJ
Revision as of 16:00, 25 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδεξίη Medium diacritics: ὑποδεξίη Low diacritics: υποδεξίη Capitals: ΥΠΟΔΕΞΙΗ
Transliteration A: hypodexíē Transliteration B: hypodexiē Transliteration C: ypodeksii Beta Code: u(podeci/h

English (LSJ)

ἡ, = ὑποδοχή 1.2, reception of a guest, means of entertainment, πᾶσά τοί ἐσθ' ὑποδεξίη [ῑ] Il.9.73.

German (Pape)

[Seite 1214] ἡ, Aufnahme, bes. gastliche Bewirtung, auch der dazu gehörige Vorrath, Vermögen zur Aufnahme eines Gastes, πᾶσά τοι ἔσθ' ὑποδιξίη Il. 9, 73 [wo ι lang gebraucht ist].

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
préparatifs pour une réception ; réception.
Étymologie: ὑποδέξιος.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδεξίη: (ῑ) ἡ δέχομαι нужное для приема гостей, угощение: πᾶσά τοί ἐσθ᾽ ὑ. Hom. ты богат всякими припасами.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδεξίη: ἡ, ὡς τὸ ὑποδοχή, ἡ ὑποδοχὴ καὶ περιποίησις ξένου, μέσα ὑποδοχῆς, πᾶσα τοι ἔσθ’ ὑποδεξίη [ῑ] Ἰλ. Ι. 73.

English (Autenrieth)

(δέχομαι): hospitable welcome, Il. 9.73†. The ῖ is a necessity of the rhythm.

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑποδέξιος
τα μέσα με τα οποία περιποιείται κανείς έναν φιλοξενούμενο.

Greek Monotonic

ὑποδεξίη: ἡ, όπως το ὑποδοχή, υποδοχή και περιποίηση ενός ξένου, φιλοξενουμένου, μέσα, τρόποι φιλοξενίας, περιποίησης ξένων, πᾶσά τοι ἐσθ' ὑποδεξίη (, χάριν μέτρου), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑποδεξίη, ἡ, like ὑποδοχή
the reception of a guest, means of entertainment, πᾶσά τοι ἔσθ' ὑποδεξίη [ῑ, metri grat.], Il.

Frisk Etymology German

ὑποδεξίη: {hupodeksíē}
See also: s. δέχομαι.
Page 2,972