μηλοσφαγέω
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
slay sheep, ἱερὰ μ. offer sheep in sacrifice, S.El.280: abs., μ. δαιμόνων ἐπ' ἐσχάραις E.Fr.628: generally, offer sacrifice, βουθύτοις ἐπ' ἐσχάραις Ar. Av.1232, cf.Porph.Abst.1.57; μ. εἰς ἀσπίδα Ar.Lys.189 (hence perhaps to be read in A.Th.43 for ταυροσφ-): comically, offer, οἴνου σταμνίον Ar.Lys.196.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe schlachten, opfern; θεοῖσιν ἔμμην' ἱερά, Soph. El. 272; Ar. Av. 1232; auch οἴνου σταμνίον, opfern, Lys. 189.
French (Bailly abrégé)
μηλοσφαγῶ :
égorger des brebis ou offrir des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, σφάζω.
Russian (Dvoretsky)
μηλοσφᾰγέω:
1 (тж. μ. ἱερά Soph.) приносить в жертву овец (θεοῖς Soph., Arph.);
2 совершать жертвоприношение, приносить в жертву (οἴνου σταμνίον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μηλοσφᾰγέω: σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μ., θυσιάζω πρόβατα, Σοφ. Ἠλ. 280· ἀπολ., μ. δαιμόνων ἐπ’ ἐσχάραις Εὐρ. Ἀποσπ. 630, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1232· μ. ἐς ἀσπίδα Ἀριστοφ. Λυσ. 191. 2) καθόλου, προσφέρω, οἴνου σταμνίον αὐτόθι 196.
Greek Monotonic
μηλοσφᾰγέω: (σφάζω), μέλ. -ήσω, σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μηλοσφαγῶ, προσφέρω πρόβατα σε θυσία, σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μηλο-σφᾰγέω, fut. -ήσω σφάζω
to slay sheep, ἱερὰ μ. to offer sheep in sacrifice, Soph.; absol., Ar.