Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγκύλη

From LSJ
Revision as of 14:36, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀγκύλη) ἀγκύλος
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες
1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα του λόγου
2. Μαθημ. το σύμβολο []. Χρησιμοποιείται στη γραφή παραστάσεων που αναφέρονται σε σύνολα εφοδιασμένα με πράξεις, για την αποσαφήνιση της σειράς με την οποία νοούνται οι σημειωμένες πράξεις και έτσι την αποφυγή παρερμηνείας
αρχ.
1. καμπή, κλείδωση του αγκώνα, του καρπού ή του γόνατου
2. σκλήρυνση και κύρτωση των αρθρώσεων, αγκύλωση
3. βρόχος, θηλιά
4. ιμάντας ακοντίου
5. ακόντιο
6. χορδή τόξου
7. γάντζος, άγκιστρο, κρίκος.