κλυδωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 21:20, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84

German (Pape)

[Seite 1457] Wellen schlagen, wogen, rauschen, von den Wogen herumgeworfen werden, auch übertr. vom Unglück, Sp.

Russian (Dvoretsky)

κλῠδωνίζομαι: быть колеблемым (словно) волнами T.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠδωνίζομαι: Παθ., πληροῦμαι κυμάτων, κυμαίνομαι, ταράττομαι, Ἡσύχ.· διαρρίπτομαι ὡς ὑπὸ κυμάτων, παντὶ ἀνέμῳ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. 4. 14· ― ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰωσήπ. Γένεσ. 35Β.

English (Strong)

middle voice from κλύδων; to surge, i.e. (figuratively) to fluctuate: toss to and fro.

English (Thayer)

participle κλυδωνιζόμενος; (κλύδων); to be tossed by the waves; metaphorically, to be agitated (like the waves) mentally (A. V. tossed to and fro): with the dative of instrum. παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, οἱ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται καί ἀναπαύσασθαι οὐ δυνήσονται, ὁ δῆμος ταρασσόμενος καί κλυδωνιζόμενος οἰχήσεται φεύγων, Josephus, Antiquities 9,11, 3; κλυδωνιζόμενος ἐκ τοῦ ποθου, Aristaenet. epistles 1,26, p. 121, Boissonade edition (Ephesians 27,14edition Abresch)).

Greek Monolingual

(AM κλυδωνίζομαι) κλύδων
1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί»)
2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή κατάσταση (α. «οἱ δὲ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται», ΠΔ
β. «ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας», ΚΔ).

Greek Monotonic

κλῠδωνίζομαι: Παθ., αναταράζομαι όπως τα κύματα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κλῠδωνίζομαι,
Pass. to be tossed like waves, NTest.

Chinese

原文音譯:kludwn⋯zomai 克呂多你索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:巨浪(化) 相當於: (גָּרַשׁ‎)
字義溯源:被巨浪所顛簸,飄來飄去,使洶湧;源自(κλύδων)=海中巨浪,怒濤);而 (κλύδων)出自(κλυδωνίζομαι)X*=洶湧)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 飄來飄去(1) 弗4:14

Mantoulidis Etymological

(=ταράζομαι). Ἀπό τό κλύδων τοῦ κλύζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.