Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄτηκτος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτηκτος Medium diacritics: ἄτηκτος Low diacritics: άτηκτος Capitals: ΑΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: átēktos Transliteration B: atēktos Transliteration C: atiktos Beta Code: a)/thktos

English (LSJ)

ἄτηκτον,
A not melted or to be melted by fire, χιών Pl.Phd. 106a; ἄ. πυρί Arist.GA762a31, cf. Mete.388b24.
2 insoluble in oil, Dsc. 5.160.
II metaph., not to be softened or subdued, νόμοις ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.

Spanish (DGE)

-ον
I no fundido, no licuado χιών Pl.Phd.106a.
II 1no soluble por efecto del agua u otro disolvente (τὴν γῆν) ἐάσαντα ἄτηκτον Pl.Ti.60e, cf. 61b, Dsc.5.160.
2 no fusible, que no se funde o licúa (γῆν) ... ὑπ' ἀμφοῖν ἄτηκτον ἀπηργάσατο hizo (la tierra) indestructible por ambos (el agua y el fuego), Pl.Ti.73e, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Mete.385a12, 20, 33, 378b24, πυρὶ ἄτηκτα de huesos y materia córnea, Arist.GA 762a31, de ciertas piedras, Arist.Mete.378a23, ἡ λιθάργυρος Gal.13.398.
3 fig. de pers. que no se ablanda, inflexible νόμοις ... ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.

German (Pape)

[Seite 386] nicht geschmolzen, χιών Plat. Phaed. 106 a; nicht zu schmelzen, unschmelzbar, Tim. 73 e; Arist. (s. ἄτεγκτος); übertr., nicht zu erweichen, νόμοις Plat. Legg. IX, 853 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fondu.
Étymologie: , τήκω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτηκτος, -ον) τήκω
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει
αρχ.
ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και -μελησία) ατημελής
παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά
νεοελλ.
αδιαφορία για το ντύσιμο και την ευπρεπή εμφάνιση.

Greek Monotonic

ἄτηκτος: -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτηκτος:
1 не расплавленный (ἄ. καὶ ἀμάλακτος Arst.);
2 не растаявший (χιών Plat.);
3 нерастворимый (ὑπό τινος Plat.);
4 не поддающийся воздействию, неподатливый (νόμοις, καθάπερ τὰ σπέρματα πυρί Plat.).

Middle Liddell

not melted or to be melted, Plat.

English (Woodhouse)

not to be dissolved

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)