προΐωξις

From LSJ
Revision as of 09:06, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐωξις Medium diacritics: προΐωξις Low diacritics: προΐωξις Capitals: ΠΡΟΪΩΞΙΣ
Transliteration A: proḯōxis Transliteration B: proiōxis Transliteration C: proioksis Beta Code: proi/+wcis

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, pursuit of the foremost, opp. παλίωξις, Hes.Sc. 154.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de poursuivre, poursuite.
Étymologie: πρό, ἰώκω.

German (Pape)

[ῑ], ἡ, das Vortreiben, Vorwärtsverfolgen, Hes. Sc. 154, Gegensatz παλίωξις.

Russian (Dvoretsky)

προΐωξις: ιος (ῑω) ἡ преследование Hes.

Greek (Liddell-Scott)

προΐωξις: [ῑ], ἡ, προδίωξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλίωξις, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154, ἔνθα ἴδε Σχόλ.

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α
η εκ τών προτέρων καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»].

Greek Monotonic

προΐωξις: [ῑ], ἡ, αναζήτηση πρωτιάς, επιδίωξη διάκρισης, σε Ησίοδ.