Οἰχαλία

From LSJ
Revision as of 11:12, 15 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οἰχᾰλία Medium diacritics: Οἰχαλία Low diacritics: Οιχαλία Capitals: ΟΙΧΑΛΙΑ
Transliteration A: Oichalía Transliteration B: Oichalia Transliteration C: Oichalia Beta Code: *oi)xali/a

English (LSJ)

Ion. Οἰχαλίη, ἡ, name of several cities, one in Thessaly, Il.2.730; another in Euboea, S.Tr.354, cf. Str.9.5.17:—Adj. Οἰχαλιεύς, έως, Ep. ῆος, ὁ, Il.2.596,730:—also Οἰχαλιώτης, St.Byz.:—Ep.Adv. Οἰχαλίηθεν, from Oechalia, Il.2.596.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Œkhalia, ville :
1 de Thessalie;
2 de Messénie;
3 en Eubée;
4 en Étolie.

Russian (Dvoretsky)

Οἰχᾰλία: эп.-ион. Οἰχᾰλίη ἡ Эхалия
1 город в зап. Фессалии Hom. etc.;
2 город в Мессении Hom. etc.;
3 город на Эвбее, близ Эретрии Soph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Οἰχᾰλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὄνομα πολλῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν πόλεων, ὧν μία ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. Β. 730· ἑτέρα ἐν Εὐβοίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 354, πρβλ. 74, Στράβ. 438· - Οἰχαλιεύς, έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, κάτοικος τῆς Οἰχαλίας, Ἰλ. Β. 596, 730· καὶ Οἰχαλιώτης, Στέφ. Βυζ.· - Ἐπικ. ἐπίρρ. -ίηθεν, ἐκ τῆς Οἰχαλίας, Β. 596.

Greek Monotonic

Οἰχᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη Θεσσαλία, σε Ομήρ. Ιλ.· Οἰχαλιεύς, -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ.

Middle Liddell

Οἰχᾰλία, ἡ,
name of a city in Thessaly, Il.