μακραγορία
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Doric for μακρηγορία (long-windedness, tediousness).
English (Slater)
μᾰκρᾱγορία long story εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ (P. 8.30)
Russian (Dvoretsky)
μακρᾱγορία: ἡ дор. = μακρηγορία.
German (Pape)
Dor. für μακρηγορία, Pind. P. 8.3.