ἀποκρυσταλλόομαι
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
Pass., become all ice, Sch.Il.23.281.
Spanish (DGE)
helarse Sch.Il.23.281.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρυσταλλόομαι: παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
Greek Monolingual
(Α ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)
νεοελλ.
1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή
2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι
(αρχ., -ούμαι)
κρυσταλλιάζω, παγώνω.