επιβήτορας

From LSJ
Revision as of 06:19, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐπιβήτωρ) επιβαίνω
(για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο
2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία
νεοελλ.
1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για γονιμοποίηση τών θηλυκών λόγω της ράτσας του
2. (για άντρα) ειρων. αυτός που έχει υπερβολικά έντονη σεξουαλική ζωή ή εξυπηρετεί τις σεξουαλικές ανάγκες άλλων συνήθως επ' αμοιβή
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει κάπου
2. εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά
3. ως επίθ. αυτός που αναπηδά, που ανατινάσσεται.

Translations

stallion (stud)

Catalan: semental; Chinese Mandarin: 種馬, 种马; Danish: avlshingst; Dutch: dekhengst; Galician: guarán, burraxo, mulateiro, grañón; German: Deckhengst, Zuchthengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler; Ancient Greek: ὀχεῖον; Italian: stallone; Macedonian: пастув; Malay: kuda bibit; Norwegian Bokmål: avlshingst, stohingst; Nynorsk: avlshingst, alshingst, alehingst, stohingst; Portuguese: garanhão; Russian: самец-производитель, жеребец; Spanish: semental; Swedish: hingst, avelshingst

stud

Bulgarian: жребец; Catalan: semental, de llavor, llavorer; Czech: hřebec; Danish: avlshingst, avlstyr; Dutch: dekhengst, fokhengst, fokdier, dekstier, fokstier; Finnish: siitoseläin, siitosori; French: étalon; Galician: guarán, burraxo, contrareo, mulateiro, almallo, castal; German: Deckhengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler, Beschälhengst, Zuchthengst, Gestüthengst, Gestütpferd, Decktier; Greek: επιβήτορας; Ancient Greek: ὀχεῖον; Hungarian: tenyészmén, fedezőmén, csődör, mén; Irish: graíre; Italian: riproduttore, razzatore, stallone; Lithuanian: eržilas; Macedonian: пастув; Malay: pembaka; Portuguese: garanhão; Romanian: armăsar; Russian: производитель, самец-производитель; Spanish: semental, garañón, padrillo; Swedish: hingst, avelshingst; Turkish: damızlık; Volapük: stäilajevod, stäilahijevod, bridöpajevod, bridöpahijevod, stäilajip, stäilahijip; Welsh: gre