συναπόλλυμι

From LSJ
Revision as of 13:35, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπόλλῡμι Medium diacritics: συναπόλλυμι Low diacritics: συναπόλλυμι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: synapóllymi Transliteration B: synapollymi Transliteration C: synapollymi Beta Code: sunapo/llumi

English (LSJ)

destroy together, μετά τινος Antipho 5.82; συναπόλλυμι τοὺς φίλους destroy one's friends as well as oneself, Th.6.12; συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Hyp.Lyc.19; σ. τὰ χρήματα lose the money also, D.34.2; τινί τι one thing with another, Plu.Cat.Mi. 38:—Pass., perish together, Th.2.60, Lys.12.88: c. dat., Hdt.7.221, Pl.Criti.121a, Ep.Hebr.11.31.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich vernichten, tödten; Her. 7, 221; aor., Antiph. 5, 82; Thuc. 2, 60. – Med. mit umkommen, sterben, τοῖς κακοῖς συναπόλλυσθαι, Plat. Lys. 221 b Critia 121 a; Lys. 12, 88; Dem. 59, 95.

French (Bailly abrégé)

ao. συναπώλεσα;
perdre, faire périr ou détruire avec soi : τινα qqn ; τινί τι une chose avec une autre;
Moy. συναπόλλυμαι (ao.2 συναπωλόμην) être perdu ou périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπόλλυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απόλλῡμι en συναπολλύω, Att. ξυναπόλλυμι act. samen (met...) ombrengen, samen (met...) vernietigen, of samen (met...) verliezen, met (acc. en) dat.; mede vernietigen:. τοὺς φίλους ξυναπολέσαι ook nog de ondergang van hun vrienden veroorzaken Thuc. 6.12. med.-pass. samen (met...) omkomen, samen (met...) teloor gaan; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συναπόλλῡμι: одновременно губить (ξυναπολέσαι τοὺς φίλους Thuc.): συναπολέσαι τὰ χρήματα Dem. вместе с другими лишиться состояния; σ. τι τοῖς φορτίοις Plut. терять что-л. вместе с багажом; συναπόλλυσθαί τινι Her., Lys., Plat., Dem., NT погибать вместе с кем(чем)-л.

English (Strong)

from σύν and ἀπόλλυμι; to destroy (middle voice or passively, be slain) in company with: perish with.

English (Thayer)

2nd aorist middle συναπωλομην; from Herodotus down; to destroy together (to perish together (to be slain along with): τίνι, with one, Hebrews 11:31.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυναπόλλυμι Α
1. καταστρέφω συγχρόνως
2. φρ. α) «συναπόλλυμι φίλους» — καταστρέφω μαζί με τον εαυτό μου και τους φίλους μου (Θουκ.)
β) «συναπόλλυμι τὰ χρήματα» — χάνω συγχρόνως και χρήματα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπόλλυμι «καταστρέφω»].

Greek Monotonic

συναπόλλῡμι: μέλ. -ολέσω, καταστρέφω μαζί με κάποιον· συναπόλλυμι τοὺς φίλους, καταστρέφω τους φίλους μου και τον εαυτό μου επίσης, σε Θουκ.· συναπόλλυμι τὰ χρήματα, χάνω τα χρήματα επίσης, σε Δημ. — Παθ., αφανίζομαι, φθείρομαι, χάνομαι μαζί, σε Θουκ.· τινι, με κάποιον, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

συναπόλλῡμι: ἀπολλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, καταστρέφω τοὺς φίλους μου μετ’ ἐμαυτοῦ, Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ, Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α.

Middle Liddell

fut. -ολέσω
to destroy together, ς. τοὺς φίλους to destroy one's friends as well as oneself, Thuc.; ς. τὰ χρήματα to lose the money also, Dem.:—Pass. to perish together, Thuc.; τινι with one, Hdt.

Chinese

原文音譯:sunapÒllumi 尋-阿普-哦呂米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-從-全部 放蕩
字義溯源:一同滅亡,同毀滅;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀπόλλυμι)=全毀)組成,其中 (ἀπόλλυμι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞)組成,而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 一同滅亡(1) 來11:31

Lexicon Thucydideum

simul perdere, to destroy together, 6.12.1, [vulgo commonly ξυναπολέσθαι].
PASS. simul perire, to perish together, 2.60.3.