προφέρω

From LSJ
Revision as of 19:56, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφέρω Medium diacritics: προφέρω Low diacritics: προφέρω Capitals: ΠΡΟΦΕΡΩ
Transliteration A: prophérō Transliteration B: propherō Transliteration C: profero Beta Code: profe/rw

English (LSJ)

Ep. and Ion. impf. προφέρεσκον, Q.S.4.275, IG14.1747.6 (Rome): fut. προοίσω: aor. 1 προήνεγκα: aor. 2

   A προήνεγκον Th.5.17: Hom.only pres.; 3sg.pres.subj.προφέρῃσι Il.9.323:—bring before or to one, present, ὡς ὄρνις . . νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακα Il. l.c.; νέκυν Ἀχιλλῆϊ 17.121; μάντεις σφάγια προὔφερον Th.6.69; προενέγκας τὴν ἐπιστολήν BGU1141.11 (i B.C.), cf. PTeb.291.43 (ii A.D.), etc.    2 of words, σφιν ὀνείδεα π. cast reproaches in their teeth, Il.2.251; π. τινί throw in one's teeth, bring forward, allege, esp. in the way of reproach or objection, μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης 3.64, cf. Hdt.1.3, 8.61, 125, Isoc.4.100; π. τοὔνομα τοῦθ' ὡς ὄνειδος D.21.190; δικαιώσεις ἀλλήλοις Th.5.17: abs., reproach (folld. by words quoted), Hdt.3.120:—also in Med., τὴν ἐν Δωδώνῃ ἀσέβειαν Plb.5.11.2; εἶναι βασιλικὴν γῆν PTeb.81.17 (ii B.C.), cf. PAmh.2.30.7 (ii B.C.), etc.    3 utter, μῦθον E.Med.189 (anap.):—Med., ζῷα ἀνθρωπίνας π. φωνάς S.E. P.1.73, cf. 15, Jul.Or.7.218c.    b π. Αἴγιναν πάτραν proclaim it as their country, Pi.I.5(4).43; π. εἰς μέσον or εἰς τὸ μ. publish, Pl.Lg. 812c, 936a:—Med., ὁπόσσω κα προφέρηται for whatever sum [the priest] lays down, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene).    4 bring forward, cite, μὴ π. τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν Th.3.64, cf. 5.26 (Pass.), Pl. Sph.259d; προφέρων Ἄρτεμιν putting forward her authority, A.Ag. 201 (lyr.); π. τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν citing by way of example, Arist.EN1173b21, cf. Pol.1288a20:—also in Med., Pl.Phlb.57a, X. Oec.14.6; ἀναμνήσεως χάριν π. Plb.4.66.10; αὐτοῦ -ομένου τὴν περὶ τὸ σῶμα γεγενημένην ἀσθένειαν pleading .., OGI244.10 (Daphne, ii B.C.); cite, Plu.Lyc.21; recite, ποιήματα D.S.14.109, cf. 16.92; ἀριθμοὺς τῶν ἀρχαίων ποιητᾶν SIG703.7, cf. 660.3 (Delph., ii B.C.).    5 of an oracle, propose as a task, τοῖσι Θηραίοισι προέφερε ἡ Πυθίη τὴν ἐς Λιβύην ἀποικίην Hdt.4.151; ἡ Πυθίη προφέρει σφι, τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν Id.5.63:—Pass., δόμοισι προὐνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις (gen. abs.) it having been commanded to do so, A.Ag.964.    II bring forward, display, π. κρατερὸν μένος Il.10.479; σπουδήν LXX Si.Prol.22; ἔριδα π. show, i.e. engage in, rivalry, Od.6.92; ἀντιώσεσθαι πόλεμον προφέρων Hdt.7.9.γ:—Med., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι challenge one's host to rivalry, Od.8.210, cf. Il.3.7.    2 bring out, ἐντεῦθεν ὥσπερ ἐκ ταμιείου π. Isoc.1.44; ἤνοιξα τὸν τόπον τῶν οἰναρίων καὶ προενήνεχα (sic) οἴνου κεράμια νά POxy.1288.12 (iv A.D.); ἠξίωσαν προενεχθῆναι αὐτὸν ἀπὸ τοῦ δεσμωτηρίου that he should be produced .., BGU 1024 vii 4 (iv A.D.).    III carry off, sweep away, of a storm, Il.6.346, Od.20.64; of death, π. σώματα τέκνων E.Med.1111 (anap.).    IV put or move forward, πόδα Id.Tr.1332 (lyr.); carry forward, pass on, σκυταλίδα Aen.Tact.22.27: hence, promote, further, ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, π. δὲ καὶ ἔργου furthers one on the road and in the work, Hes.Op.579: without gen., AP9.344 (Leon. Alex.); μέγα π. εἴς τι conduce, help to wards gaining an object, Th.1.93; μεγάλη τύχη πρὸς πάντα π. D.C.78.38:—Pass., move forward, προενεχθέντος τοῦ σώματος Arist.IA711a29.    2 intr., surpass, excel another, δόξας ἔργα πολὺ προφέρει Simon.161, cf. Theoc.12.5: c. dat. rei, εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων (tree) wool surpassing sheep's wool in beauty and goodness, Hdt.3.106; πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων Id.6.127; ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων π. Id.5.28; π. εἰς εὐτυχίαν τινῶν E.Med.1092 (anap.): abs., ἐν πάντα νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ π. Pi.P.2.86; πλούτῳ καὶ ἐξουσία, εὐψυχία, Th.1.123, 2.89, cf. Q.S.4.275; ἔν τινι D.C.77.11.    V bring forth children, IG14.1747.6 (Rome).    VI carry before, λύχνον τινί D.C. 39.31:—Pass., τὸ ῥόπαλον προεφέρετο αὐτοῦ Id.72.17.

German (Pape)

[Seite 796] (s. φέρω), vorwärts tragen, fortführen; αἴθε μ' ἀναρπάξασα θύελλα οἴχοιτο προφέρουσα, Od. 20, 64, vgl. Il. 6, 346; – hervortragen, vor Einem hintragen, zubringen, darbringen, Hom., der nur praes. u. imperf. hat: ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακα, Il. 9, 323; αἴ κε νέκυν περ Ἀχιλλῆϊ προφέρωμεν, 17, 121; auch οὐκ ἄν σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, Il. 2, 251, Schmähworte vorbringen gegen sie; daher μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης, wirf mir nicht die Gaben der Aphrodite vor, 3, 64; u. so übh. im Reden vorbringen, vortragen, erwähnen, Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν, Aegina bringt ihr Mund als ihr Vaterland vor, Pind. I. 4, 43; δόμοισι προὐνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις, Aesch. Ag. 938, vgl. 194; τίν' αὐδὰν τάνδε προφέρεις νέαν, Eur. Suppl. 600; μῦθον, Med. 189, so von der Pythia. mit folgdm acc. c. inf., Her. 5, 63; bes. auch Einem Etwas, vorwerfen, vorrücken, τινί τι, 1, 3. 4, 151; vgl. ὅστις ἄνθρωπος ὢν ἀνθρώπῳ τύχην προφέρει, Dem. 18. 252, ἑκάστῳ τὰς ἰδίας συμφοράς, neben ὀνειδίζειν, 22, 62; u. med., Pol. 5, 11, 2; τἀναντία ἀεὶ προφέρειν ἐν τοῖς λόγοις, Plat. Soph. 259 d, auch im med., οὗ ἕνεκα ταῦτα προηνεγκάμεθα εἰς τὸ μέσον, Phil. 57 a; μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν, führt nicht an, Thuc. 3, 64, πολλὰς δικαιώσεις προενεγκόντων ἀλλήλοις, 5, 17; Xen. u. Folgende; auch = aussprechen, προφέρεται κατ' ὀξεῖαν τάσιν, Ath. II, 53 a; – hervortragen, sichtbar werden lassen, zeigen, μένος, Muth zeigen, beweisen, Il. 10, 479; ἔριδα, Wetteifer zeigen, einen Wettkampf anstellen, Od. 6, 92; u. eben so im, med., ὅστις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέθλων, dem Wirthe einen Wettkampf entgegenbringen, antragen, sich mit ihm in einen Wettkampf einlassen, Od. 8, 210, vgl. Il. 3, 7; εἰς μέσον, Plat. Legg. XI, 936 a; u. med. erwähnen, vorbringen, ἀναμνήσεως χάριν προηνεγκάμεθα, Pol. 4, 66, 10; Sp. – Pass., γέλως προοῖσται, Luc. Paras. 2. – Vorwärts, weiterbringen, fördern, ὁδοῦ, ἔργου, beim Gehen, bei der Arbeit förderlich sein, gleichsam φέρειν πρόσω ὁδοῦ, ἔργου, Hes. O. 581; ἐν πάντα νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, Pind. P. 2, 86, er ist förderlich, wie Thuc. 1, 93, καὶ αὐτοὺς ναυτικοὺς γεγενημένους μέγα προφέρειν ἐς τὸ κτήσασθαι δύναμιν; pass. zunehmen, gedeihen, Sp., wie Plut. – Übertreffen, Vorzüge haben, τινός τινι, vor Einem in Etwas, εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων, an Güte u. Schönheit Vorzüge habend vor der Schaafwolle, diese übertreffend, Her. 3, 106; πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων, an Reichthum u. Schönheit alle Athener übertreffend, 6, 127; εὐψυχίᾳ οὐδέν, Thuc. 2, 89; auch τινὸς εἴς τι, wie προφέρω σου εἰς εὐτυχίαν Eur. Med. 1088.