περίφρων
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, voc.
A περίφρον Od.16.435, etc., but=nom., 19.357, 21.381 : (φρήν):—very thoughtful, very careful, freq. in Od. of Penelope, 16.435,al.; of other women, 11.345,19.357, once in Il., 5.412, Theoc.3.45; also of Hephaestus, first in Hes.Sc.297, 313; τέκνα Id.Th.894; artful, crafty, θήρη Opp.H.3.205. II haughty, overweening, A.Supp.757 (lyr.); περίφρονα δ' ἔλακες Id.Ag.1426 (lyr.). 2 c. gen., despising, τῶν παθῶν LXX 4 Ma.8.28.
German (Pape)
[Seite 600] ον, sehr bedächtig, verständig; in der Od. ist das Wort häufig, als Beiwort der Penelope, u. 11, 345 der Königinn der Phäaken, wie 19, 357 der Eurykleia. In der Il. kommt es nur einmal vor, 5, 412, auch von einer Frau. – Ἥφαιστος Hes. sc. 297; τέκνα Th. 894; – περίφρονες δ' ἄγαν ἀνιέρῳ μένει Aesch. Suppl. 738; περίφρονα δ' ἔλακες Ag. 1401, übermüthig. Einzeln auch in späterer Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
περίφρων: -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον Πηνελόπεια Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ (φρήν)˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, συνετός, συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ δόλιος, πανοῦργος, θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπέρφρων, ὑπερήφανος, ὑπεροπτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) μετὰ γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ.