ἠμύω

From LSJ
Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμύω Medium diacritics: ἠμύω Low diacritics: ημύω Capitals: ΗΜΥΩ
Transliteration A: ēmýō Transliteration B: ēmyō Transliteration C: imyo Beta Code: h)mu/w

English (LSJ)

aor. ἤμυσα (v. infr.): pf. part. ἠμυκώς Sch.Nic.Th.626; cf. ὑπ-εμνήμυκε:—Ep. Verb,

   A bow down, sink, Hom., only in Il., ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἤμυσε καρήατι, of a horse, 19.405; of a corn-field, ἐπί τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν 2.148: metaph., of cities, totter, fall, τῶ κε τάχ' ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος ib.373; rare in Trag., χρόνῳ δ' . . ἤμυσε στέγος S.Fr.864; later, simply, fall, perish, οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου AP7.715 (Leon.).    II trans., cause to fall, ruin, πόλιν Musae.Fr.22. (In Hom. ῠ in pres., ῡ in aor. 1; but ῡ in pres. κατ-ημύουσιν A.R.3.1400, cf. Opp.H.1.228, Nic.Al.453; ῠ in aor., AP9.262 (Phil.), but ῡ ib.7.715 (v. supr.); cf. ἀμύω, ἐπημύω.)

German (Pape)

[Seite 1171] (vgl. μύω, ἀμύω), sinken, sich neigen; ἤμυσε κάρη, das Haupt senkte sich, vom Sterbenden, Il. 8, 308; ἤμυσε καρήατι, das Pferd nickte mit dem Kopfe, ließ den Kopf sinken, 19, 405; übertr. vom Saatfelde, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν, es nickt mit den Aehren, 2, 148, wo Andere ἐπημύω transit. faßten, vom Sturme; von Städten, zusammenstürzen, hinsinken, Il. 2, 373. 4, 290; vgl. Soph. frg. 742 χρόνῳ δ' ἀργῆσαν ἤμυσε στέγος; häufiger bei sp. D., ἤμυσαν καρήασι Ap. Rh. 2, 582; πέτρα Opp. H. 2, 307; übh. untergehen, οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Leon. Tar. 100 (VII, 715); λειπόμενοι δ' ἤμυσαν ἐν πελάγει Philip. 66 (IX, 262), in welcher Stelle υ im aor. kurz ist, wie umgekehrt Nic. Al. 453 im praes. ἠμύουσι das sonst kurze υ lang braucht.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμύω: ἀόρ. ἤμυσα, πρκμ., ἴδε ὑπεμνήμυκε, πρβλ. ἐπ-, κατημύω: -Ἐπ. ῥῆμα (ἀβεβαίου ἀρχῆς), κλίνω, «γέρνω», πίπτω, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, ἐπὶ τοῦ θανασίμως τρωθέντος, Θ. 308· ἤμυσε καρήατι, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν του, ἐπὶ ἵππου, Τ. 405 οὕτως ἐπὶ ληΐου (σπαρτῶν), ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει μὲ τοὺς στάχυς (ἴδε ἐπημύω), Β. 148· ἐπὶ πόλεων, κλινω πρὸς πτῶσιν, καταπίπτω, τῷ κε τάχ’ ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος Β. 373, Δ. 290· σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, χρόνῳ δ’... ἤμυσε στέγος Σοφ. Ἀποσπ. 742· - παρὰ μεταγεν., ἁπλῶς πίπτω, καταστρέφομαι, οὔνομα δ’ οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Ἀνθ. Π. 7. 715. Παρ’ Ὁμ. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., ῡ ἐν τῷ ἀορ. α΄· ἀλλὰ ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400, Ὀππ. Ἁλ. 1. 228, Νικ. Ἀλ. 453· ῠ ἐν τῷ ἀορ., Ἀνθ. Π. 7. 715., 8.96., 9. 262.