ζῶμα
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ατος, τό, (ζώννυμι)
A loin-cloth, drawers, worn next the body in a boxing contest, ζ. δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν Il.23.683; in war, 4.216; ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζ. φαεινόν Od.14.482; ζώματα καὶ κυπάσσιδες Alc.15.6. 2 = ἔνδυμα, πεζοφόροις ζ. A.Fr.246. 3 band used in surgery, Hp.Art.14. II = ζώνη, woman's girdle, ἔλυσε ζ. παρθένω Alc.Supp.8.10, cf. S.El.452, IG22.1514.15, Ar.Fr. 320.7, Men.432, AP6.272 (Pers.).—A non-Att. form ζῶσμα (v. Thom.Mag.p.165 R.) in Str.7.2.3, Sor.Fasc.45, al., Ach.Tat.1.1, 3.21, Hld.3.1.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, das bis an den Gürtel reichende Unterkleid des homerischen Kriegers, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 121; verschieden von ζωστήρ; Iliad. 4, 187 εἰρύσατο ζωστήρ τε – ἠδ' ὑπένερθεν ζῶμά τε καὶ μίτρη, vgl. 4, 216. 23, 683; Od. 14, 482 heißt es σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν, worauf 488 folgt οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν u. οἰοχίτων. – Gürtel, Soph. El. 444; Ep. ad. 114 (VI, 272). – Die Atticisten erklären diese Form für attisch u. ζῶσμα für hellenistisch.
Greek (Liddell-Scott)
ζῶμα: τό, (ζώννυμι) ἐσωτερικὸν ἔνδυμα τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = χιτών, Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.˙ ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240˙ - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ ζωστήρ, λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ ὑπένερθε ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187˙ - ὡσαύτως τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα διάζωμα ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς διάζωμα, Ψ. 683˙ πρβλ. ζώννυμι. ΙΙ. μεταγεν. ὡσαύτως = ζώνη, ζωστήρ, ἡ ζώνη γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ τύπος οὐχὶ ἀττικὸς ζῶσμα (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21.