διάκονος
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
[ᾱ], Ion. διήκονος, ὁ, later διάκων (q.v.):—
A servant, Hdt. 4.71,72, PFlor.121.3 (iii A.D.), etc.; messenger, A.Pr.942, S.Ph. 497; ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. Id.Fr.133:—as fem., Ar.Ec.1116, D. 24.197. 2 attendant or official in a temple or religious guild, Inscr.Magn.109,217, IG9(1).486 (Acarnania, ii/i B.C.), 4.774.12 (Troezen, iii B.C.): fem., CIG3037 (Metropolis in Lydia):—esp. in the Christian church, deacon, 1 Ep.Ti.3.8, etc., POxy.1162.3 (iv A.D.): fem., deaconess, Ep.Rom.16.1. II as Adj., servile, menial, ἐπιστήμη Pl.Plt.290c: irreg. Comp. διᾱκονέστερος Epich.159Ahr. (Cf. ἐγ-κονέω, ἀ-κονιτί.)
Greek (Liddell-Scott)
διάκονος: [ᾱ], Ἰων. διήκονος, ὁ, ὑπηρέτης, θεράπων, Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· ἄγγελος, ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - ὡσαύτως ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) ὑπηρέτης τῆς ἐκκλησίας, διάκονος, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = διακόνισσα, Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, ὑπηρετικός, χρήσιμος, Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. διάκτορος 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ διώκω. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, κόνις, ὁ κατασκονισμένος ἕνεκα τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. κονίω), εἶνε ἀπαράδεκτος, ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ἕνεκα τῆς ποσότητος τοῦ α).