συνδυάζω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
—Pass., aor.
A -εδυάσθην Arist.GA724b15: pf. συνδεδύασμαι ib.729b30:—join one and one, couple, Id.EN1131b8; τι πρός τι Id.Pol.1321a18:—Pass., to be taken two at a time, ib.1300a19, 1317a1, Gal.6.214; to be coupled with another person or thing, Arist. Top.118b15: abs., to be coupled with something else, Id.Rh.1377a30. 2 Pass., freq. of marriage or sexual intercourse, pair, copulate, Id.Pol.1252a26, etc.; σ. τῷ τυχόντι Id.EE1242a24; esp. of animals, X.Cyn.5.6, Arist.HA539b9, al.: c. dat., συνδυασθέντες ἄρρην θηλείᾳ καὶ θήλεια ἄρρενι Pl.Lg.840d, cf. Arist.HA612b33, GA746b12, al. II intr. in Act., join oneself with, combine with, of persons and things, τινι Plb.4.38.6, S.E.M.9.254: abs., combine, Plb.30.5.8. III as law-term, συνδυάζεσθαί τινι to be in collusion with any one, Just.Nov.130.7; cf. συνδυασμός 11.
German (Pape)
[Seite 1009] zwei Menschen od. zwei Dinge mit einander verbinden, paaren; συνδυασθέντες ἄῤῥην θηλείᾳ κατὰ χάριν καὶ θήλεια ἄῤῥενι, sich paarend, Plat. Legg. VIII, 840 d; vgl. Valck. diatr. p. 50. – Auch intrans., sich paaren, begatten, τινί, mit Einem, und übh. sich verbinden, τινί, Pol. 4, 38, 6 u. öfter, u. a. Sp. – Bei Sp. ist συνδυάζεσθαί τινι, bes. vom Richter gesagt, mit einer Partei unter einer Decke stecken, mit ihr gemeinschaftliche Sache machen, Ict.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυάζω: μέλλ. -άσω. ― Παθ., ἀόρ. -εδυάσθην Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 38· συνδεδύασμαι αὐτόθι 1. 21, 7. Συνάπτω δύο ὁμοῦ, συνδέω ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ζευγαρώνω, συζεύγνυμι, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 3, 11· τι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 6. 7, 2, πρβλ. 6. 1, 1, κτλ.· ― Παθ., λαμβάνομαι ἀνὰ δύο, κατὰ δυάδας, ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 15, 32, Πολυδ. Δ΄, 15, 16· συνάπτομαι μετ’ ἄλλου προσώπου ἢ πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 3. 3· ἀπολ., συνάπτομαι μετά τινος ἄλλου, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 15, 32. 2) ἐν τῷ παθ., συχνάκις ἐπὶ γάμου ἢ ἁπλῶς ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συζεύγνυμαι, ζευγαρώνομαι, συνουσιάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 2, 2, κτλ.· ― σ. τῷ τυχόντι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 7. 10, 1· μάλιστα ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Κυν. 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ 5. 1, 9, κ. ἀλλ.· μετὰ δοτ., συνδυασθέντες ἄρρην θηλείᾳ καὶ θήλεια ἄρρενι Πλάτ. Νόμ. 840D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 13, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., συνάπτω ἐμαυτὸν μετά τινος, συζεύγνυμαι μετά τινος, τινι Πολύβ. 4. 38, 6, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 9. 254· ἀπολ., συνδυάζομαι, συνενοῦμαι, Πολύβ. 30. 5, 8. ΙΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος, συνδυάζεσθαί τινι, συνωμοτεῖν μετά τινος, Βυζ.· πρβλ. συνδυασμός ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
Pass. ao. συνεδυάσθην, pf. συνδεδύασμαι;
unir deux à deux, accoupler ; Pass. être pris deux par deux ; en parl. d’union s’accoupler, s’unir.
Étymologie: συνδυάς.