χορδή

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορδή Medium diacritics: χορδή Low diacritics: χορδή Capitals: ΧΟΡΔΗ
Transliteration A: chordḗ Transliteration B: chordē Transliteration C: chordi Beta Code: xordh/

English (LSJ)

ἡ, pl.,

   A guts, tripe, Batr.222, Pherecr.130.9 (anap.), Ar.Fr.687 (anap.), 461 (sg).    II that which is made from guts:    1 string of gut, τὰ ὑποχόνδρια τελαμῶσι καὶ χορδαῖς διασφίγγει Sor.2.29; in a loom, Arist.GA787b23: esp. string of a lyre or harp (not in A. or S., once in E., v. infr.), Od.21.407, h.Merc.51, etc.; ἐν Αἰολίδεσσι χ. Pi.P.2.69, cf. E.Hipp.1135 (lyr.); χορδὰς ἐπιτείνειν, opp. ἀνιέναι, Pl. Ly.209b; ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χ. Id.R.349e; ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Id.Phdr.268e; τὰς χ. ἀλλήλαις συνιστάντα Id.R.412a: metaph., κινοῦσα χ. τὰς ἀκινήτους φρενῶν Trag.Adesp. 361.    b musical note, Pl.Phlb.56a.    2 sausage or black-pudding, χορδῆς τόμος Cratin.192, cf. Ar.Ach.1119, Nu.455 (anap.): he puns on the two senses in Ra.339. (Cf. Skt. hirā/ 'vein', hiras 'strip, band, fillet', Albanian zo[rmacr ]e 'entrails', Lat. haru-spex, ONorse g[oogon ]rn 'entrails', garn 'yarn'.)

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, der D arm, die Darmsaite; Od. 21, 407; h. Merc. 51; Αἰολίδες Pind. P. 2, 69; auch die Darmsehne am Bogen, Batrach. 225; ὑπ' ἄντογι χορδᾶν Eur. Hipp. 1135; ἐπιστάμενος ὡς οἷὁντε όξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Plat. Phaedr. 268 d; ἡ λύρα καὶ αἱ χορδαί Phaed. 86 a, u. öfter. – Auch die Wurst, Ar. Ach. 1084 Nub. 454; Sophil. bei Ath. 125 e, vgl. 94 c.

Greek (Liddell-Scott)

χορδή: ἡ, ἐν τῷ πληθ., = ἔντερα, Βάτρ. 221, χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 1. 9, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 547, κλπ. ΙΙ. τὸ ἐκ τῶν ἐντέρων κατασκευαζόμενον: 1) χορδή, «κόρδα» ἐξ ἐντέρων, χορδὴ λύρας ἢ κιθάρας, Λατ chorda, Ὀδ. Φ. 407, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 51 (πρβλ. μάγαδις)· ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς Πινδ. Π. 2. 128, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 1135 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς Τραγ.)· χορδὰς ἐπιτείνειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνιέναι, Πλάτ. Λῦσ. 209Β· ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349Ε· χορδὴν κατατείνειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 7, 18· ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· τὰς χορδὰς ἀλλήλαις ξυνιστάναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 412Α· - μεταφορ., κινοῦσα χορδὰς τὰς ἀκινήτους φρενῶν Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 43Ε· πρβλ. νεάτη, μέση, ὑπάτη, ἑπτάχορδος. 2) ἀλλᾶς, «λουκάνικον», ὡς τὸ χόρδευμα· ὡς λεπτὸς, ἦ δ’ ὅς, ἔσθ’ ὁ τῆς χορδῆς τόμος Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1119, Νεφ. 454· παροιμ.· ἐγεύσατο χορδῆς ὁ κύων (ἴδε χόριον), πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν Ἀποσπ. 75· - ὑπάρχει ἀστεία παιδιὰ ἐπὶ τῶν δύο τοῦτων σημασιῶν ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 339.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 corde à boyau, corde d’un instrument de musique : χορδὰς κινεῖν PLUT toucher des cordes d’un instrument ; ◊ prov. μηδὲν πρὸς τὴν χορδήν LUC nullement en mesure;
2 andouille, boudin.
Étymologie: DELG cf. hitt. karad- « intestins ».