καταμαρτυρέω
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A bear witness against, τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis Chr.31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος D.28.3, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός Id.45.46 (Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. Ev.Matt.26.62: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28:—Pass., have evidence given against one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho2.4.7; κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ to be convicted, Aeschin. 1.90. 2 Pass., of evidence, to be given against one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25, cf. 6.15: abs., D.29.55. II assert concerning, οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων Plot.5.5.13. III Astrol., exercise malign influence over, 'aspect', Vett.Val.104.2.
German (Pape)
[Seite 1362] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' ἀλλήλων καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται αὐτοῦ, was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαρτῠρέω: μαρτυρῶ, φέρω μαρτυρίαν ἐναντίον τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., μαρτυρία δίδοται ἐναντίον μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ μαρτυρία ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, αὐτὸς ὁ βίος του εἶναι μαρτυρία ἐναντίον του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται ἐναντίον τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 porter témoignage contre : τινος contre qqn;
2 Pass. être accablé par des témoignages.
Étymologie: κατά, μαρτυρέω.