ἀπομνημονεύω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομνημονεύω Medium diacritics: ἀπομνημονεύω Low diacritics: απομνημονεύω Capitals: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΩ
Transliteration A: apomnēmoneúō Transliteration B: apomnēmoneuō Transliteration C: apomnimoneyo Beta Code: a)pomnhmoneu/w

English (LSJ)

   A relate from memory, Pl.Phdr.228a, etc.:—Pass., to be recorded, ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἐγένετο X.Ages.1.2.    2 remember, call to mind, Pl.Plt.268e, Phd.103b, Ly.211a, D.19.13, Aeschin.3.16, etc.; keep in mind, διδαχήν Pl.Plt.273b,al.    3 ἐπὶ τούτου τὠυτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι gave his son the same name in memory of a thing, Hdt.5.65.    4 ἀ. τινί τι bear something in mind against another, X.Mem.1.2.31, Aeschin.1.129, 3.208; οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀ. Arist.EN1125a4.    5 τινί τι bear in mind favourably, πατρικὰς εὐεργεσίας D.Ep. 3.19; χάριν Luc.Sacr.2, JTr.40.

German (Pape)

[Seite 315] 1) erinnern, ins Gedächtniß rufen, Plat. Soph. 241 b u. öfter; τὠυτὸ ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι Her. 5, 65, er gab dem Kinde denselben Namen zum Andenken. – 2) hersagen, erzählen, λόγους Plat. Theag. 121 d; πρός τινα Tim. 20 e; aus dem Gedächtniß erzählen, Dem. 19, 13. – 3) sich erinnern, eingedenk sein, ὅ φασι γενέσθαι ποτέ Plat. Polit. 268 e; im Gedächtniß festhalten πεντήκοντα ὀνόματα Hipp. mai. 285 e; Einem etwas im Guten od. Bösen gedenken, Xen. Mem. 1, 2, 31 Aesch. 3, 208; vgl. 1, 111; τινὶ εὐεργεσίας Dem. Epist. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομνημονεύω: διηγοῦμαι ἀπὸ μνήμης, ἐπαναλαμβάνω, οἴει με, ἃ Λυσίας ἐν πολλῷ χρόνῳ κατὰ σχολὴν συνέθηκε… ταῦτα ἰδιώτην ὄντα ἀπομνημονεύσειν ἀξίως ἐκείνου; Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α, κτλ.: ― Παθ., ἀπομνημονεύεται ὅπόστος ἐγένετο Ξεν. Ἀγησ. 1, 2. 2) ἐνθυμοῦμαι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, Πλάτ. Πολιτικ. 568Ε, Φαίδων 103Α, Δημ. 345. 10, Αἰσχίν. 56. 7, κτλ.: ― διατηρῶ ἐν τῇ μνήμη μου, Πλάτ. Πολιτ. 273Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ τούτου δὲ τωὐτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε… τῷ παιδὶ θέσθαι, ἔδωκεν εἰς τὸν υἱόν του τὸ αὐτὸ ὄνομα πρὸς ἀνάμνησιν πράγματός τινος, Ἡρόδ. 5. 65. 4) ἀπ. τινί τι, ἔχω τι ἐν τῇ μνήμῃ ἐναντίον ἑτέρου (πρβλ. ἀπομιμνήσκομαι), Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31, Αἰσχίν. 15. ἐν τέλ., 83. 39· οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀπομνημονεύειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 30.

French (Bailly abrégé)

1 remettre en mémoire, rappeler le souvenir de : ἐπὶ τούτου τὠυτὸ ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι HDT il conserva le souvenir de cet événement en donnant le même nom à son enfant;
2 se rappeler, conserver dans son souvenir ; en mauv. part ἀπ. τινι conserver rancune à qqn de qch.
Étymologie: ἀπό, μνημονεύω.