τειχήρης

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχήρης Medium diacritics: τειχήρης Low diacritics: τειχήρης Capitals: ΤΕΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: teichḗrēs Transliteration B: teichērēs Transliteration C: teichiris Beta Code: teixh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A within walls, enclosed by walls: hence,    1 beleaguered, besieged, τειχήρεας ποιῆσαί τινας Hdt.1.162, cf. Th.2.101, 4.25; τ. γίγνεσθαι And.3.21; τ. εἶναι X.HG5.3.2, Plb.21.10.6, etc.; τ. μένοντες καθήμεθα D.H.6.50.    2 walled, fortified, LXX Nu.13.20 (19), De.9.1, al., Str.13.1.7; τ. τὴν φύσιν firm by nature, Philostr. Her.10.7.    3 τ. στέφανος, = corona vallaris, BCH28.425 (Argos, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1081] ες, in den Mauern eingesperrt, darin belagert, Her. 1, 162, γίγνεσθαι, Andoc. 3, 21; τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν, Thuc. 2, 101, wie 4, 25; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 2; τειχήρεις καταστήσαντες αὐτούς, Pol. 4, 55, 4; a. Sp.; – mit Mauern versehen, Philostr. imagg. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

τειχήρης: -ες, ὁ περικεκλεισμένος ἐντὸς τειχῶν (πρβλ. πυργήρηςὅθεν, 1) ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκεκλεισμένος, πολιορκούμενος, ὅκως τειχήρεας ποιήσειε,… χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε Ἡρόδ. 1. 162· τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας Θουκ. 2. 101., 4. 25· τ. γίγνεσθαι Ἀνδοκ. 26. 9· τ. εἶναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 2, Πολύβ., κλπ.· τ. ἔνδον καθῆσθαι Διον. Ἁλ. 6. 50. 2) περιτετειχισμένος, ὠχυρωμένος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΓ΄, 20, Δευτ. Θ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ἡ πρώτη (νῆσος) τειχήρης τὴν φύσιν, ὀχυρὰ ἐκ φύσεως, Φιλόστρ. 835. (Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε τριήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
enfermé dans des murs, assiégé.
Étymologie: τεῖχος, ἄρω.